Κατάθλιψη

Πηγή: https://www.psychiatry.org/patients-families/depression/what-is-depression

Κατάθλιψη (Μείζων καταθλιπτική διαταραχή) είναι μια συνηθισμένη αλλά σοβαρή πάθηση που επηρεάζει αρνητικά το πως νιώθουμε, το πως σκεπτόμαστε και το πως συμπεριφερόμαστε.

Ευτυχώς είναι ιάσιμη. 

Η κατάθλιψη προκαλεί αισθήματα λύπης ή έλλειψης ενδιαφέροντος για δραστηριότητες, που στο παρελθόν απολαμβάναμε.

Μπορεί να οδηγήσει σε μια πληθώρα συναισθηματικών και σωματικών προβλημάτων / συμπτωμάτων όπως και να μειώσει την ικανότητά μας να λειτουργούμε ικανοποιητικά στην εργασία και το σπίτι.

Τα καταθλιπτικά συμπτώματα ποικίλουν σε εύρος από ελαφρά εως πολύ σοβαρά και μπορεί να συμπεριλαμβάνουν τα εξής:

  • Λύπη ή θλιμμένη διάθεση
  • Απώλεια ενδιαφέροντος σε δραστηριότητες που στο παρελθόν απολαμ-βάναμε.
  • Αλλαγές στην όρεξη-απώλεια ή και αύξηση βάρους μη σχετιζόμενη με τη διατροφή.
  • Αϋπνία αλλά και υπερβολικές ώρες ύπνου (υπερυπνία) / δυσκολία να ξυπνήσουμε.
  • Απώλεια ενέργειας / όρεξης για δραστηριότητα ή και αυξημένο αίσθημα κούρασης.
  • Αυξημένη σωματική δραστηριότητα «χωρίς νόημα» (για παράδειγμα δεν μπορούμε να σταθούμε ακίνητοι, άσκοπος βηματισμός, μηχανικό σφίξιμο των χεριών σε γροθιές) ή επιβράδυνση στις κινήσεις αλλά και την ομιλία (αυτά τα συμπτώματα πρέπει να είναι αρκετά έντονα ώστε να μπορεί ένας τρίτος να τα παρατηρεί).
  • Αισθήματα ανικανότητας ή ενοχής.
  • Δυσκολία σκέψης, συγκέντρωσης και λήψης αποφάσεων.
  • Σκέψεις θανάτου ή και αυτοκτονίας.

Τα συμπτώματα πρέπει να είναι παρόντα για τουλάχιστον δύο εβδομάδες και να αντιπροσωπεύουν μια σημαντική αλλαγή σε σχέση με τα προηγούμενη επίπεδα λειτουργικότητας του ατόμου για να αποτελέσουν διάγνωση κατάθλιψης.

Επίσης, παθήσεις που αφορούν την ιατροπαθολογία (πχ. προβλήματα θυροειδούς, όγκος στον εγκέφαλο ή έλλειψη βιταμινών) κατά περίπτωση μιμούνται τα συμπτώματα της κατάθλιψης γι’ αυτό και είναι σημαντικό να αποκλειστεί κάτι τέτοιο πριν την διάγνωση της κατάθλιψης με τις ανάλογες εξετάσεις.

Η κατάθλιψη έχει υπολογιστεί στατιστικά ότι επηρεάζει κατά μέσο όρο έναν στους 15 ενήλικες (6.7% του αντίστοιχου πληθυσμού) ανά κάθε δεδομένο έτος. Όπως επίσης και ένα στα έξι άτομα (16.6%) θα βιώσουν κατάθλιψη σε κάποια δεδομένη στιγμή της ζωής τους. Η κατάθλιψη μπορεί να προκύψει /εμφανιστεί  οποιαδήποτε στιγμή, αλλά βάσει μέσου όρου, πρωτοεμφανίζεται στα τελευταία εφηβικά χρόνια μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας των 20 χρόνων ενός ατόμου.

Οι γυναίκες έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίζουν / βιώσουν κατάθλιψη. Κάποιες μελέτες έδειξαν ότι το ένα τρίτο των γυναικών θα βιώσουν ένα μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο στη διάρκεια της ζωής τους. Υπάρχει ένας μεγάλος βαθμός κληρονομικότητας (περί τα 40%) όταν συγγενείς πρώτου βαθμού (γονείς, τέκνα, αδέλφια) έχουν κατάθλιψη.

Η Κατάθλιψη είναι διαφορετική από την Λύπη ή τον Ψυχικό πόνο / Πένθος

Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου, η απώλεια της εργασίας ή το τέλος μιας σχέσης είναι επώδυνα βιώματα για ένα άτομο. Είναι απόλυτα φυσιολογικό να υπάρχουν αισθήματα λύπης, θλίψης ή πένθους σαν αποτέλεσμα τέτοιων καταστάσεων. Όσοι βιώνουν απώλεια συχνά μπορεί να περιγράφουν τον εαυτό τους ως έχοντας «κατάθλιψη».

Όμως το να είναι κανείς λυπημένος δεν είναι το ίδιο με το να έχει κατάθλιψη. Η διαδικασία του πένθους είναι φυσιολογική και μοναδική στο κάθε άτομο και μοιράζεται κάποια από τα στοιχεία της κατάθλιψης. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει έντονη λύπη / στεναχώρια και απόσυρση  από τις συνηθισμένες δραστηριότητες.  Όμως υπάρχουν και σημαντικές ειδοποιοί διαφορές:

  • Στο πένθος, τα οδυνηρά συναισθήματα έρχονται σε κύματα, συχνά αναμειγνύονται /εναλλάσσονται με θετικές αναμνήσεις του εκλιπόντα. Στην κατάθλιψη,  διάθεση ή / και ενδιαφέρον (απόλαυση) παραμένουν κυρίως χαμηλά σχεδόν σε όλη τη διάρκεια δύο εβδομάδων συνεχόμενα.
  • Στο πένθος, η αυτοεκτίμηση συνήθως παραμένει παρούσα. Στην κατάθλιψη, αισθήματα ανικανότητας και μίσους προς τον εαυτό είναι το σύνηθες.
  • Στην περίπτωση του πένθους, σκέψεις θανάτου μπορεί να έρχονται στην επιφάνεια όταν μας περνάει από το νου να «ακολουθήσουμε» το αγαπημένο μας πρόσωπο. Στην κατάθλιψη όμως, οι σκέψεις θανάτου εστιάζουν γύρω από το ότι το ίδιο το άτομο νιώθει ανίκανο και δεν του «αξίζει να ζει» ή ακόμα ότι δεν είναι ικανό να αντιμετωπίσει τον ψυχικό πόνο που συνοδεύει την κατάθλιψη.

Το πένθος και η κατάθλιψη μπορεί να συνυπάρχουν ή το ένα να επιφέρει το άλλο. Για κάποια άτομα, η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, η απώλεια εργασίας, ή το γεγονός ότι δέχθηκαν μια τραυματική σωματικά εμπειρία ή βίωσαν μια μεγάλη καταστροφή, μπορεί όντως να οδηγήσει σε κατάθλιψη. Όταν το πένθος και η κατάθλιψη συνυπάρχουν, το πένθος είναι πολύ πιο βαρύ και διαρκεί πολύ περισσότερο σε σχέση με την περίπτωση που η κατάθλιψη δεν θα ήταν παρούσα.

Είναι πολύ σημαντική λοιπόν η διάκριση μεταξύ πένθους και κατάθλιψης ώστε να μπορούν τα άτομα που τα βιώνουν να λάβουν την κατάλληλη βοήθεια, υποστήριξη αλλά και θεραπεία που αρμόζει κατά περίπτωση.

Παράγοντες Κινδύνου όσον αφορά στην Κατάθλιψη

Η κατάθλιψη μπορεί να επηρεάσει τον καθένα μας – ακόμα και ένα άτομο που φαινομενικά ζει σε ιδανικές συνθήκες.

Κάποιοι ενδεικτικοί παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την κατάθλιψη:

  • Βιοχημεία: Ανισορροπίες σε διάφορες χημικές ουσίες που είναι παρόντες στον εγκέφαλό μας μπορεί να συνεισφέρουν σε συμπτώματα κατάθλιψης.
  • Γενετική: Ηκατάθλιψη πολλές φορές είναι γνώρισμα ολόκληρων οικογενειών. Για παράδειγμα αν ένας μονοζυγωτικός δίδυμος αδερφός έχει κατάθλιψη, το δίδυμο του έχει 70% πιθανότητες να έχει αυτή την πάθηση κατά τη διάρκεια της ζωής του.
  • Προσωπικότητα: Άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση που καταβάλλονται πολύ εύκολα από το στρες ή που γενικά είναι απαισιόδοξα έχουν κατά τα φαινόμενα περισσότερες πιθανότητες να βιώσουν κατάθλιψη.
  • Περιβαλλοντικοί παράγοντες: Συνεχής έκθεση σε βία, παραμέληση, κακοποίηση ή φτώχια μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τα άτομα να είναι  ευάλωτα στην κατάθλιψη.

Πως θεραπεύεται η Κατάθλιψη;

Η κατάθλιψη είναι ανάμεσα στις πιο θεραπεύσιμες από τις ψυχικές διαταραχές.

Ένα ποσοστό 80-90%  των ατόμων με κατάθλιψη τελικά αντιδρούν πολύ καλά στην θεραπεία. Και σχεδόν το σύνολο των ασθενών αποκτούν ένα κάποιο βαθμό ανακούφισης των συμπτωμάτων τους.

Πριν την διάγνωση και την θεραπεία, ένας επαγγελματίας υγείας πρέπει να εκτελέσει μια εξονυχιστική διαγνωστική εκτίμηση, συμπεριλαμβανομένης μιας συνέντευξης αξιολόγησης αλλά και ιατρικών εξετάσεων. Σε μερικές περιπτώσεις, μπορεί να αποφασιστεί για παράδειγμα μια εξέταση αίματος ώστε να αποκλειστεί κάποια ιατρική πάθηση όπως προβλήματα στον θυροειδή ή έλλειψη βιταμινών

(η αντιμετώπιση τέτοιων παθήσεων θα είχε σαν αποτέλεσμα την εξάλειψη των «καταθλιπτικών» συμπτωμάτων).

Η εκτίμηση θα αναγνωρίσει συγκεκριμένα συμπτώματα και θα λάβει υπόψιν το προσωπικό και οικογενειακό ιστορικό καθώς και πολιτιστικούς ή άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες ώστε να σχεδιαστεί το κατάλληλο σχέδιο δράσης.

Φαρμακοθεραπεία: Η χημεία του εγκεφάλου μπορεί να συνεισφέρει στην κατάθλιψη ενός ατόμου και για αυτό το λόγο μπορεί να παίζει ρόλο και στην θεραπεία. Για αυτό το λόγο, αντικαταθλιπτικά φάρμακα μπορεί να συνταγογραφηθούν για να υποβοηθηθεί η ποθητή χημεία ισορροπία. Τα φάρμακα αυτά δεν είναι ηρεμιστικά, διεγερτικά  ή κατευναστικά. Δεν είναι εθιστικά. Γενικά, τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα δεν έχουν διεγερτική επίδραση σε άτομα που δεν έχουν κατάθλιψη.

Τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να επιφέρουν κάποια βελτίωση ήδη από την πρώτη ή δεύτερη εβδομάδα χρήσης ενώ τα πλήρη ωφέλιμα αποτελέσματα μπορεί να μην είναι εμφανή πριν περάσουν δύο ή τρεις μήνες συνεχούς χρήσης. Σε περίπτωση που ο ασθενής νιώθει ελάχιστη ή και καθόλου βελτίωση μετά από μερικές εβδομάδες, ο/η ψυχίατρος μπορεί να τροποποιήσει τη δοσολογία, να προσθέσει ή να αντικαταστήσει κάποιο φάρμακο με κάποιο άλλο αντικαταθλιπτικό. Σε κάποιες περιπτώσεις ψυχοτρόπα φάρμακα μπορεί να έχουν θετικά αποτελέσματα. Είναι πολύ σημαντικό να είμαστε ειλικρινείς με το γιατρό μας και να δίνουμε ακριβείς πληροφορίες για το αν και κατά πόσο μια αγωγή λειτουργεί ή για το αν έχουμε βιώσει παρενέργειες από τη χρήση κάποιου φαρμάκου.

Οι ψυχίατροι συνήθως συνιστούν στους ασθενείς να συνεχίζουν την αγωγή για έξι ή περισσότερους μήνες αφότου έχουν βελτιωθεί τα συμπτώματα.

Συντηρητική αγωγή μακρύτερης διάρκειας μπορεί να προταθεί για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου της επανεμφάνισης καταθλιπτικών συμπτωμάτων σε συγκεκριμένα άτομα εάν κριθεί απαραίτητο.

Ψυχοθεραπεία: μπορεί να χρησιμοποιηθεί μερικές φορές και μεμονωμένα σε περιπτώσεις ήπιας κατάθλιψης ενώ για την διαχείριση βαριάς κατάθλιψης η ψυχοθεραπεία χρησιμοποιείται ταυτόχρονα με αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή. Η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT) έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στην θεραπεία της κατάθλιψης. Η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία εστιάζει στην επίλυση των προβλημάτων του παρόντος.  Βοηθάει το άτομο να αναγνωρίσει τον διαστρεβλωμένο αρνητικό τρόπο θεώρησης και σκέψης με απώτερο στόχο να αλλάξει σκέψεις και συμπεριφορές ώστε να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις με πιο θετικό τρόπο.

Η Ψυχοθεραπεία μπορεί να γίνεται ατομικά αλλά μπορεί να συμπεριλαμβάνει και άλλα άτομα. Για παράδειγμα, η οικογενειακή θεραπεία ή θεραπεία ζευγαριών μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση ζητημάτων που προκύπτουν στα πλαίσια τέτοιων στενών σχέσεων. Η ομαδική θεραπεία φέρνει κοντά άτομα με παρόμοιες παθήσεις στα πλαίσια ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος, και μπορεί να βοηθήσει τους συμμετέχοντες με το να μάθουν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας  αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα με τα δικά τους. Ανάλογα με την σοβαρότητα της κατάθλιψης, η θεραπεία μπορεί να διαρκέσει αρκετές εβδομάδες ή και πολύ περισσότερο. Σε πολλές περιπτώσεις, σημαντική βελτίωση μπορεί να επιτευχθεί σε 10 με 15 συνεδρίες.

Ηλεκτροσυσπαστική Θεραπεία: ElectroconvulsiveTherapy (ECT) είναι μια ιατρική θεραπεία που χρησιμοποιείται συνήθως σε πολύ βαριές περιπτώσεις ασθενών που δεν έχουν δει βελτίωση από άλλες θεραπείες.  

Πραγματοποιείται με σύντομο ηλεκτρικό ερέθισμα στον εγκέφαλο ενώ ο ασθενής βρίσκεται υπό την επήρεια νάρκωσης. Ένα σύνηθες σχήμα είναι επανάληψη της θεραπείας δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα με σύνολο από έξι μέχρι δώδεκα θεραπείες.

Διεξάγεται συνήθως από ομάδα εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού με την συμμετοχή ψυχιάτρου, αναισθησιολόγου και νοσοκόμου ή βοηθό ιατρού.

Η θεραπεία αυτή χρησιμοποιείται από την δεκαετία του 1940  ενώ πολλά χρόνια ερευνών και σχετικής μελέτης έχουν οδηγήσει σε σημαντικές βελτιώσεις στην πρακτική αλλά και στην αναγνώριση της αποτελεσματικότητάς της ως συμβατικής πλέον παρά ως μιας «έσχατης λύσης».

Αυτοβοήθεια και Διαχείριση

Υπάρχουν αρκετά πράγματα που μπορεί να κάνει το ίδιο το άτομο ώστε να ελαττώσει την ένταση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Για πολλούς ανθρώπους, η συστηματική γυμναστική βοηθά στην δημιουργία θετικών συναισθημάτωνμε αποτέλεσμα την βελτίωση της γενικότερης διάθεσης. Η επάρκεια καλής ποιότητας ύπνου, σε συστηματική βάση, μια υγιεινή διατροφή και η αποφυγή αλκοόλ (που είναι καταθλιπτική ουσία) είναι παράγοντες που μπορούν να μειώσουν τα καταθλιπτικά συμπτώματα.

Η κατάθλιψη όμως είναι μια αληθινή πάθηση και υπάρχει διαθέσιμη εξειδικευμένη βοήθεια. Με σωστή διάγνωση και θεραπεία, η πλειοψηφία των ατόμων με κατάθλιψη θα την ξεπεράσουν με επιτυχία. Εάν αντιμετωπίζετε συμπτώματα κατάθλιψης το πρώτο βήμα είναι να αποταθείτε στον οικογενειακό γιατρό ή τον ψυχίατρο.

Μοιραστείτε τους προβληματισμούς σας και ζητήστε μια αξιολόγηση. Αυτή θα είναι η έναρξη της αντιμετώπισης των αναγκών ψυχικής υγείας σας.

Σχετικές παθήσεις

Κατάθλιψη σχετιζόμενη με την εγκυμοσύνη (perinataldepression) και τη λοχεία (παλαιότερα γνωστή κυρίως ως επιλόχεια κατάθλιψη – postnataldepression)

  • Εποχική κατάθλιψη: (Επίσης γνωστή και ως εποχική συναισθηματική διαταραχή ή SAD)
  • Διπολικές διαταραχές (bipolar disorders)
  • Χρόνια κατάθλιψη (παλαιότερα γνωστή και ως δυσθυμία) (αναλυτικά παρακάτω)
  • Προεμμηνορρυσιακήδυσφορική διαταραχή (Premenstrualdysphoricdisorder) (ανάλυση παρακάτω)
  • Διαταραχή Διασπαστικής Απορρύθμισης της Διάθεσης(ανάλυση παρακάτω)

Προεμμηνορρυσιακή δυσφορική διαταραχή (Premenstrual Dysphoric Disorder)

Η προεμμηνορρυσιακή δυσφορική διαταραχή(PMDD) προστέθηκε στον Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (Diagnosticand Statistical Manual of MentalDisorders) έκδοση DSM-5  το 2013. Μια γυναίκα με αυτή τη διαταραχή παρουσιάζει σοβαρά καταθλιπτικά συμπτώματα, ευερεθιστικότητα και ένταση περίπου μία εβδομάδα πριν την έναρξη της επόμενης περιόδου της.

Συνήθη συμπτώματα περιλαμβάνουν απότομες εναλλαγές διάθεσης, ευερεθιστικότητα ή θυμό, καταθλιπτική διάθεση, ιδιαίτερο άγχος και ένταση. Άλλα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν μειωμένο ενδιαφέρον στις συνηθισμένες δραστηριότητες, δυσκολία συγκέντρωσης, έλλειψη ενέργειας ή και εύκολη κόπωση, αλλαγές στην όρεξη με συγκεκριμένες «λιγούρες» για κατηγορίες τροφών, αϋπνία ή υπερυπνία, η αίσθηση ότι το άτομο είναι καταβεβλημένο ή έχει χάσει τον έλεγχο.  Σωματικά συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν ευαίσθητο στο άγγιγμα ή /και πρησμένο στήθος, πόνους σε αρθρώσεις ή μύες, η κατακράτηση και η προσωρινή αύξηση βάρους.

Αυτά τα συμπτώματα ξεκινούν μία βδομάδα με δέκα μέρες πριν την έναρξη της περιόδου και βελτιώνονται ή και σταματούν τελείως με την έναρξη της ροής της περιόδου. Τα συμπτώματα οδηγούν σε έντονη δυσφορία που με την σειρά τους γίνονται εμπόδιο στην ομαλή καθημερινή λειτουργικότητα ή τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.

Για την διάγνωση της διαταραχής, τα σοβαρά συμπτώματα πρέπει να είναι παρόντα στους περισσότερους «κύκλους» περιόδου κατά τη διάρκεια του έτους, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους και θα πρέπει να έχουν σημαντική αρνητική επίδραση στο πεδίο της εργασίας ή της κοινωνικής λειτουργικότητας.  Η διαταραχή υπολογίζεται ότι επηρεάζει από 1.8%  έως 5.8% γυναικών με έμμηνο ρύση, ανά έτος.

Η διαταραχή PMDD μπορεί να θεραπευτεί με αντικαταθλιπτικά φάρμακα, με αντισυλληπτικά χάπια αλλά και με διατροφικά συμπληρώματα. Η δίαιτα και αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως η μείωση της κατανάλωσης καφεΐνης και αλκοόλ, η επάρκεια ύπνου και σωματικής άσκησης, ή χρήση τεχνικών χαλάρωσης μπορούν επίσης να είναι βοηθητικές.

Το προεμμηνορροϊκό σύνδρομο  (PMS) μοιάζει με την διαταραχή PMDD στο ότι τα συμπτώματα εμφανίζονται 10 μέρες πριν την έναρξη της περιόδου μιας γυναίκας. Όμως τα συμπτώματα είναι λιγότερα και σαφώς πιο ελαφρά σε σχέση με τη διαταραχή.

Διαταραχή Διασπαστικής Απορρύθμισης της Διάθεσης

Η Διαταραχή Διασπαστικής Απορρύθμισης της Διάθεσης (Disruptivemooddysregulationdisorder) είναι μια πάθηση που εμφανίζεται σε παιδιά και νέους ηλικίας 6 με 18. Συμπεριλαμβάνει χρόνια και έντονη ευερεθιστικότητα που οδηγεί σε συχνά ξεσπάσματα θυμού. Αυτά τα ξεσπάσματα μπορεί να είναι λεκτικά αλλά και να συμπεριλαμβάνουν βίαιες καταστροφικές συμπεριφορές απέναντι σε άλλα άτομα ή αντικείμενα/περιουσιακά στοιχεία. Αυτά τα ξεσπάσματα χαρακτηρίζονται από το ότι είναι δυσανάλογα σε μέγεθος με την

δοθείσα κατάσταση αλλά και δεν συμφωνούν με την εξελικτική ανάπτυξη του παιδιού/νεαρού ατόμου. Εμφανίζονται συχνά (κατά μέσον όρο 3 ή περισσότερες φορές ανά εβδομάδα) και τυπικά είναι «απάντηση» σε καταστάσεις στρεσογόνες. Ανάμεσα στα ξεσπάσματα, η διάθεση του νεαρού ατόμου είναι συνεχώς ευερέθιστη ή θυμωμένη σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας, σχεδόν κάθε μέρα. Η διάθεση αυτή είναι εμφανής στους τρίτους που περιστοιχίζουν το παιδί όπως γονείς, εκπαιδευτικοί ή συνομήλικοι.

Για την διάγνωση της διαταραχής, τα συμπτώματα πρέπει να είναι παρόντα για τουλάχιστον ένα έτος, σε δύο διαφορετικά περιβάλλοντα πλαίσια (πχ στο σπίτι, στο σχολείο, με τους συνομηλίκους) ενώ η πάθηση θα έχει πρωτοεμφανιστεί στην ηλικία των 10 ετών. Η διαταραχή αυτή εμφανίζεται στατιστικά περισσότερο ανάμεσα σε νεαρά αγόρια και εφήβους παρά σε κορίτσια και νεαρές έφηβες. Παρατηρείται ότι μπορεί να συνυπάρχει με άλλες διαταραχές όπως, μείζονα κατάθλιψη, ελλειμματική προσοχή/υπερκινητικότητα, άγχος και διαταραχές της συμπεριφοράς.

Η Διαταραχή Διασπαστικής Απορρύθμισης της Διάθεσης μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα του παιδιού να είναι λειτουργικό αλλά μπορεί να επηρεάσει και σημαντικά όλη την οικογένεια. Η χρόνια, έντονη ευερεθιστικότητα και τα ξεσπάσματα θυμού μπορεί να γίνονται εμπόδιο στην ομαλή λειτουργία του σπιτιού και της οικογένειας, να δημιουργήσει προβλήματα στο σχολείο, αλλά και να δυσκολεύουν το νεαρό άτομο στην προσπάθειά του να δημιουργήσει και να κρατήσει φιλίες.

Η θεραπεία συνήθως συμπεριλαμβάνει ψυχοθεραπεία (Γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία) ή και εάν αυτό κριθεί απαραίτητο θεραπευτική αγωγή.

Χρόνια καταθλιπτική διαταραχή

Ένα άτομο με χρόνια καταθλιπτική διαταραχή (παλαιότερα γνωστή και ως δυσθυμία ή αναφερόμενη ως δυσθυμική διαταραχή) παρουσιάζει καταθλιπτική διάθεση κατά το μεγαλύτερο διάστημα της κάθε μέρας, τις περισσότερες μέρες για ένα διάστημα τουλάχιστον δύο χρόνων. Σε παιδιά και εφήβους, η διάθεση μπορεί να είναι ευερέθιστη ή καταθλιπτική και πρέπει να είναι παρούσα για τουλάχιστον ένα χρόνο.

Άλλασυμπτώματαπέραντηςκαταθλιπτικήςδιάθεσης, συμπεριλαμβάνουν:

  • Ανορεξία ή υπερφαγία
  • Αϋπνία ή υπερυπνία
  • Χαμηλά επίπεδα ενέργειας ή κόπωση
  • Χαμηλή αυτοεκτίμηση
  • Δυσκολίααυτοσυγκέντρωσηςκαι λήψης αποφάσεων
  • Απόγνωση/απελπισία

Η χρόνια καταθλιπτική διαταραχή συχνά εμφανίζεται στα παιδικά χρόνια, την εφηβεία ή τα πρώτα ενήλικα χρόνια και υπολογίζεται ότι επηρεάζει ποσοστό  0.5%των ενηλίκων στις ΗΠΑ κάθε χρόνο.

Οι πάσχοντες συχνά περιγράφουν την διάθεσή τους ως λυπημένη ή άκεφη. Επειδή αυτά τα συμπτώματα επιμένων καθημερινά για μεγάλο διάστημα, τα άτομα συχνά δεν ζητούν τη βοήθεια του ειδικού υποθέτοντας ότι «πάντα έτσι ήμουν».

Τα συμπτώματα μπορεί να προκαλέσουν απόγνωση ή δυσκολία στην εργασία, τις κοινωνικές δραστηριότητες ή άλλα πεδία λειτουργικότητας. Καθώς η επίδραση της χρόνιας καταθλιπτικής διαταραχής επηρεάζει την εργασία, τις σχέσεις και γενικά την ζωή του ατόμου με ποικίλους τρόπους, η συνολική επίδραση μπορεί ενδεχομένως να είναι πολύ σοβαρή ή  και σοβαρότερη από αυτή της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής.

Ένα μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο μπορεί να προηγηθεί της έναρξης της χρόνιας καταθλιπτικής διαταραχής αλλά μπορεί και να εμφανιστεί κατά τη διάρκεια (και να επισκιάσει) μια πρότερη διάγνωση χρόνιας καταθλιπτικής διαταραχής.

Πηγές ρωτοτύπου:

American Psychiatric Association. Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (DSM-5), Fifth edition.2013.

National Institute of Mental Health.(Data from 2013 National Survey on Drug Use and Health.) www.nimh.nih.gov/health/statistics/prevalence/major-depression-among-adults.shtml

Kessler, RC, et al. Lifetime Prevalence and Age-of-Onset Distributions of DSM-IV Disorders in the National Comorbidity Survey Replication. Arch Gen Psychiatry.2005;62(6):593602. http://archpsyc.jamanetwork.com/article.aspx?articleid=208678

Ιατρική Επιμέλεια πρωτοτύπου: FelixTorres, M.D., MBA, DFAPA

Απόδοση & επιμέλεια από τα Αγγλικά

από την σελίδα

https://www.psychiatry.org/patients-families/depression/what-is-depression:

Αρετή Κοκκώση Δημητρακοπούλου

Αφήστε μια απάντηση

error: Content is protected !!